- αβόητος
- ἀβόητος, -ον (AM) [βοῶ]μσν.αθόρυβοςαρχ.αυτός που δεν τόν θρήνησαν γοερά, αθρήνητος, άκλαυτος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀβόητος — not loudly lamented masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβόητον — ἀβόητος not loudly lamented masc/fem acc sg ἀβόητος not loudly lamented neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβόητα — ἀβόητος not loudly lamented neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αβοητί — ἀβοητί επίρρ. (Α) [ἀβόητος] δίχως κάλεσμα ή διαταγή, εκούσια … Dictionary of Greek
ἀβόατος — ἀβόᾱτος , ἀβόητος not loudly lamented masc/fem nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)